Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοῦς
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
View word page
φοινικόροδος
φοινῑκό-ροδος, ον,
A). red with roses, λειμῶνες Pi. Fr. 129.2 .


ShortDef

red with roses

Debugging

Headword:
φοινικόροδος
Headword (normalized):
φοινικόροδος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοροδος
IDX:
111977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκό-ροδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">red with roses,</span> <span class="quote greek">λειμῶνες</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg005:129:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg005:129.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 129.2 </a> .</div> </div><br><br>'}