Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοῦς
φοινικοφαής
View word page
φοινικόπτερυξ
φοινῑκό-πτερυξ
,
ῠγος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
red-winged,
νύμφα
Lyr.in
Mitteil. aus der Papyrussamml. d. Nationalbibliothek in Wien
1(1932).139
.
ShortDef
red-winged
Debugging
Headword:
φοινικόπτερυξ
Headword (normalized):
φοινικόπτερυξ
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπτερυξ
IDX:
111975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111976
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκό-πτερυξ</span>, <span class="itype greek">ῠγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">red-winged,</span> <span class="foreign greek">νύμφα</span> Lyr.in <span class="tr" style="font-weight: bold;">Mitteil. aus der Papyrussamml. d. Nationalbibliothek in Wien</span> <span class="bibl"> 1(1932).139 </span>.</div> </div><br><br>'}