Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
φοινικόστολος
View word page
φοινικοπάρυφος
φοινῑκο-πάρῠφος, ον,
A). with crimson border, πορφυραῖ φ. τήβενναι, = Lat. trabeae, D.H. 6.13 .


ShortDef

with crimson border

Debugging

Headword:
φοινικοπάρυφος
Headword (normalized):
φοινικοπάρυφος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπαρυφος
IDX:
111971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκο-πάρῠφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with crimson border,</span> <span class="foreign greek">πορφυραῖ φ. τήβενναι,</span> = Lat. <span class="tr" style="font-weight: bold;">trabeae,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:6:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:6.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 6.13 </a>.</div> </div><br><br>'}