Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
View word page
φοινικοπάρηος
φοινῑκο-πάρηος [ᾰ], ον,
A). red-cheeked, epith. of ships, the bows of which were painted red, Od. 11.124 .


ShortDef

red-cheeked

Debugging

Headword:
φοινικοπάρηος
Headword (normalized):
φοινικοπάρηος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπαρηος
IDX:
111970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκο-πάρηος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">red-cheeked,</span> epith. of ships, the bows of which were painted red, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:11:124" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:11.124/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 11.124 </a>.</div> </div><br><br>'}