Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικογενής
φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
View word page
φοινικοπαράδεισος
φοινῑκο-παράδεισος, ,
A). palm-grove, CPHerm. 7 ii 24 , PSI 2.240.10 .


ShortDef

palm-grove

Debugging

Headword:
φοινικοπαράδεισος
Headword (normalized):
φοινικοπαράδεισος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοπαραδεισος
IDX:
111969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκο-παράδεισος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">palm-grove,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">CPHerm.</span> 7 ii 24 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 2.240.10 </span>.</div> </div><br><br>'}