Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικοβαφής
φοινικογενής
φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
View word page
φοινικόνωτος
φοινῑκό-νωτος, ον,
A). red-backed, βόες B. 5.102 .


ShortDef

red-backed

Debugging

Headword:
φοινικόνωτος
Headword (normalized):
φοινικόνωτος
Headword (normalized/stripped):
φοινικονωτος
IDX:
111968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111969
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκό-νωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">red-backed,</span> <span class="quote greek">βόες</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:5:102" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0199.tlg001:5.102/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> 5.102 </a> .</div> </div><br><br>'}