Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοβαφής
φοινικογενής
φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
View word page
φοινικόλεγνος
φοινῑκό-λεγνος, ον,
A). red-streaked, of the bird πηνέλοψ, Ion Trag. 68 .


ShortDef

red-streaked

Debugging

Headword:
φοινικόλεγνος
Headword (normalized):
φοινικόλεγνος
Headword (normalized/stripped):
φοινικολεγνος
IDX:
111966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκό-λεγνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">red-streaked,</span> of the bird <span class="foreign greek">πηνέλοψ,</span> Ion Trag.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:68" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:68/canonical-url/"> 68 </a>.</div> </div><br><br>'}