Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοβαφής
φοινικογενής
φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
View word page
φοινικόκροκος
φοινῑκό-κροκος, ον,(κρόκη)
A). of purple woof, ζώνα Pi. O. 6.39 .


ShortDef

of purple woof

Debugging

Headword:
φοινικόκροκος
Headword (normalized):
φοινικόκροκος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοκροκος
IDX:
111965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111966
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκό-κροκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">κρόκη</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of purple woof,</span> <span class="quote greek">ζώνα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:6:39" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg001.perseus-grc1:6.39/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pi.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">O.</span> 6.39 </a> .</div> </div><br><br>'}