Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φοινικίς
φοινίκισμα
φοινικιστής
φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοβαφής
φοινικογενής
φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
φοινικοπάρηος
View word page
φοινικογράφος
φοινῑκο-γράφος
[ᾰ]
,
ὁ
, title of official at Mytilene,
IG
12(2).96
,
97
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φοινικογράφος
Headword (normalized):
φοινικογράφος
Headword (normalized/stripped):
φοινικογραφος
IDX:
111960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111961
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκο-γράφος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, title of official at Mytilene, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(2).96 </span>, <span class="bibl"> 97 </span>.</div><br><br>'}