Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινίκιος
φοινικίς
φοινίκισμα
φοινικιστής
φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοβαφής
φοινικογενής
φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
φοινικόεις
φοινίκοθριξ
φοινικοκρήδεμνος
φοινικόκροκος
φοινικόλεγνος
φοινικόλοφος
φοινικόνωτος
φοινικοπαράδεισος
View word page
φοινικογενής
φοινῑκο-γενής, ές,
A). Phoenicianborn, E. Fr. 472 (anap.).


ShortDef

Phoenician born

Debugging

Headword:
φοινικογενής
Headword (normalized):
φοινικογενής
Headword (normalized/stripped):
φοινικογενης
IDX:
111959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκο-γενής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Phoenicianborn,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 472 </span> (anap.).</div> </div><br><br>'}