Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικηΐς
φοινικηρόν
φοινικίας
φοινικίδιον
φοινικίζω
φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
φοινίκιος
φοινικίς
φοινίκισμα
φοινικιστής
φοινικιστί
φοινικίτης
φοινικοβάλανος
φοινικόβαπτος
φοινικοβατέω
φοινικοβαφής
φοινικογενής
φοινικογράφος
φοινικοδάκτυλος
View word page
φοινίκισμα
φοινίκ-ισμα, ατος, τό, in pl.,
A). = τὰ διὰ φοινίκων ἐπιθέματα , cj. in Aët. 9.10 (φοινίσματα codd.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινίκισμα
Headword (normalized):
φοινίκισμα
Headword (normalized/stripped):
φοινικισμα
IDX:
111951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινίκ-ισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τὰ διὰ φοινίκων ἐπιθέματα</span> , cj. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg009:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg009:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 9.10 </a> (<span class="foreign greek">φοινίσματα</span> codd.).</div> </div><br><br>'}