φοινίκ-ῐνος [νῑ],
η,
ον,(
A). φοῖνιξ B. 11 ) =
φοινικήϊος 1 ,
of the date-palm, φ. μύρον palm-unguent,
Antiph. 106.4 ;
οἶνος ὁ φ. palm-wine,
Ephipp. 24 ; without
οἶνος, Id. 8.2 ;
φ. καρποί PHamb. 5.11 (i A.D.);
φοινικίνη, name of a plaster,
Gal. 13.375 .
II). Φοινίκινος, Phoenician, ἡ Φ. νόσος elephantiasis, Gal. 19.153 .