Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικάνθεμος
φοινικάρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινικάς
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινικελίκτης
φοινίκεος
φοινικεών
φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηΐς
φοινικηρόν
φοινικίας
φοινικίδιον
φοινικίζω
φοινικικός
φοινίκινος
φοινίκιον
View word page
φοινικεών
φοινῑκεών, ῶνος, ,
A). = φοινικών , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινικεών
Headword (normalized):
φοινικεών
Headword (normalized/stripped):
φοινικεων
IDX:
111938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκεών</span>, <span class="itype greek">ῶνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φοινικών</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}