Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φοινικαιγύπτιος
φοινικαῖος
φοινικάνθεμος
φοινικάρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινικάς
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινικελίκτης
φοινίκεος
φοινικεών
φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηΐς
φοινικηρόν
φοινικίας
φοινικίδιον
φοινικίζω
φοινικικός
View word page
φοινικελίκτης
φοινῑκελίκτης
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
=
ἀπατηλός
,
Com.Adesp.
1293
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φοινικελίκτης
Headword (normalized):
φοινικελίκτης
Headword (normalized/stripped):
φοινικελικτης
IDX:
111936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111937
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκελίκτης</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀπατηλός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1293 </span>.</div> </div><br><br>'}