Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινιγμός
φοινίζω
φοινικαιγύπτιος
φοινικαῖος
φοινικάνθεμος
φοινικάρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινικάς
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινικελίκτης
φοινίκεος
φοινικεών
φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηΐς
φοινικηρόν
φοινικίας
φοινικίδιον
View word page
φοινικείμων
φοινῑκ-είμων, ον, gen. ονος,
A). with garment of red, v. φιλοκονίμων.


ShortDef

with garment of red

Debugging

Headword:
φοινικείμων
Headword (normalized):
φοινικείμων
Headword (normalized/stripped):
φοινικειμων
IDX:
111934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111935
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκ-είμων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with garment of red,</span> v. <span class="ref greek">φιλοκονίμων.</span> </div> </div><br><br>'}