Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινίζω
φοινικαιγύπτιος
φοινικαῖος
φοινικάνθεμος
φοινικάρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινικάς
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινικελίκτης
φοινίκεος
φοινικεών
φοινίκη
φοινικήϊος
φοινικηΐς
φοινικηρόν
View word page
φοινικάς
φοινῑκ-άς, άδος, ,
A). = ῥάφανος (Euboean), Hsch. (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινικάς
Headword (normalized):
φοινικάς
Headword (normalized/stripped):
φοινικας
IDX:
111932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκ-άς</span>, <span class="itype greek">άδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ῥάφανος</span> (Euboean), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}