Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοιβονομέομαι
φοῖβος
φοΐδες
φοίνᾱ
φοινάς
φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινίζω
φοινικαιγύπτιος
φοινικαῖος
φοινικάνθεμος
φοινικάρχέω
φοινικάρχης
φοινικάρχια
φοινικάς
φοινίκασπις
φοινικείμων
φοινίκειος
φοινικελίκτης
φοινίκεος
View word page
φοινικαῖος
φοινῑκ-αῖος, (sc. μήν), name of month at Corinth, Corinth 8(1).2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινικαῖος
Headword (normalized):
φοινικαῖος
Headword (normalized/stripped):
φοινικαιος
IDX:
111927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111928
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκ-αῖος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), name of month at Corinth, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Corinth</span> 8(1).2 </span>.</div><br><br>'}