Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοίβησις
φοιβητεύω
φοιβητήρ
φοιβητής
φοιβητός
φοιβήτρια
φοιβήτωρ
φοιβόληπτος
φοιβονομέομαι
φοῖβος
φοΐδες
φοίνᾱ
φοινάς
φοινήεις
φοίνιγμα
φοινιγμός
φοινίζω
φοινικαιγύπτιος
φοινικαῖος
φοινικάνθεμος
φοινικάρχέω
View word page
φοΐδες
φοΐδες,
A). v. φωΐς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοΐδες
Headword (normalized):
φοΐδες
Headword (normalized/stripped):
φοιδες
IDX:
111919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοΐδες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φωΐς.</span> </div> </div><br><br>'}