Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοβεσιστράτη
φοβέστρατος
φοβέω
φόβη
φόβημα
φοβητέον
φοβητικός
φοβητός
φόβητρον
φοβίζω
φοβοδιάκτορες
φοβόδιψος
φοβοειδής
φοβοθεΐα
φοβοποιέω
φόβος
φοιβάζω
φοιβαίνω
φοιβάς
φοιβαστής
φοιβαστικός
View word page
φοβοδιάκτορες
φοβο-διάκτορες, οἱ, name of demons, PMag.Lond. 121.354 ; cf. φοβεροδιακράτορες.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοβοδιάκτορες
Headword (normalized):
φοβοδιάκτορες
Headword (normalized/stripped):
φοβοδιακτορες
IDX:
111893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111894
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοβο-διάκτορες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, name of demons, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Lond.</span> 121.354 </span>; cf. <span class="foreign greek">φοβεροδιακράτορες.</span> </div><br><br>'}