Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπαγγελτικός
ἀπαγγῆ
ἄπαγε
ἀπαγελάζω
ἀπάγελος
ἀπαγής
ἀπαγινέω
ἀπαγκυλόω
ἀπαγκωνίζομαι
ἀπαγλαΐζω
ἀπάγλαυται
ἄπαγμα
ἀπαγνίζω
ἀπάγνυμαι
ἀπαγοράζω
ἀπαγόρευμα
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέον
ἀπαγορευτικός
ἀπαγορεύω
ἀπαγορία
View word page
ἀπάγλαυται
ἀπάγλαυται·
διόλου κατάνυται,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπάγλαυται
Headword (normalized):
ἀπάγλαυται
Headword (normalized/stripped):
απαγλαυται
IDX:
11188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11189
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπάγλαυται·</span> <span class="foreign greek">διόλου κατάνυται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}