Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φλυκταινώδης
φλυκταίνωσις
φλυκτίς
φλύος
φλύσις
φλύω
φνεί
φόα
φοβερίζω
φοβερισμός
φοβεροδιακράτορες
φοβεροειδής
φοβεροποιέω
φοβερός
φοβεροότης
φοβεροωπός
φοβεροώψ
φοβεσιστράτη
φοβέστρατος
φοβέω
φόβη
View word page
φοβεροδιακράτορες
φοβερο-διακράτορες
[κρᾰ]
,
οἱ
, variant for
φοβοδιάκτορες
(q.v.),
PMag.Par.
1.1357
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φοβεροδιακράτορες
Headword (normalized):
φοβεροδιακράτορες
Headword (normalized/stripped):
φοβεροδιακρατορες
IDX:
111876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111877
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοβερο-διακράτορες</span> <span class="pron greek">[κρᾰ]</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, variant for <span class="foreign greek">φοβοδιάκτορες</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1357 </span>.</div><br><br>'}