Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλυαροκοπία
φλυαρολογέω
φλυαρολογία
φλύαρος
φλυαρώδης
φλυάσσω
φλυδαρός
φλυδάω
φλυζάκιον
φλυζογράφος
φλύζω
φλύκταινα
φλυκταινίδιον
φλυκταινίς
φλυκταινοειδής
φλυκταινόω
φλυκταινώδης
φλυκταίνωσις
φλυκτίς
φλύος
φλύσις
View word page
φλύζω
φλύζω,
A). v. φλύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλύζω
Headword (normalized):
φλύζω
Headword (normalized/stripped):
φλυζω
IDX:
111860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλύζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φλύω.</span> </div> </div><br><br>'}