Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλυαρέω
φλυάρημα
φλυαρία
φλυαρογραφέω
φλυαροκοπέω
φλυαροκοπία
φλυαρολογέω
φλυαρολογία
φλύαρος
φλυαρώδης
φλυάσσω
φλυδαρός
φλυδάω
φλυζάκιον
φλυζογράφος
φλύζω
φλύκταινα
φλυκταινίδιον
φλυκταινίς
φλυκταινοειδής
φλυκταινόω
View word page
φλυάσσω
φλυάσσω,
A). = φλυαρέω , Hsch.; cf. φλουάζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλυάσσω
Headword (normalized):
φλυάσσω
Headword (normalized/stripped):
φλυασσω
IDX:
111855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλυάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φλυαρέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">φλουάζω.</span> </div> </div><br><br>'}