Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλοῦς
φλῦ
φλυακογραφία
φλυακογράφος
φλύαξ
φλυαρέω
φλυάρημα
φλυαρία
φλυαρογραφέω
φλυαροκοπέω
φλυαροκοπία
φλυαρολογέω
φλυαρολογία
φλύαρος
φλυαρώδης
φλυάσσω
φλυδαρός
φλυδάω
φλυζάκιον
φλυζογράφος
φλύζω
View word page
φλυαροκοπία
φλῠᾱρο-κοπία, ,
A). tomfoolery, Id. s.v. Παιάν.


ShortDef

tomfoolery

Debugging

Headword:
φλυαροκοπία
Headword (normalized):
φλυαροκοπία
Headword (normalized/stripped):
φλυαροκοπια
IDX:
111850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλῠᾱρο-κοπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tomfoolery,</span> Id. s.v. <span class="ref greek">Παιάν.</span> </div> </div><br><br>'}