Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλόμος
φλομώδης
φλονίς
φλονῖτις
φλόνος
φλόξ
φλόος
φλόρος
φλουάζω
φλούδιον
φλουμαρικός
φλοῦς
φλῦ
φλυακογραφία
φλυακογράφος
φλύαξ
φλυαρέω
φλυάρημα
φλυαρία
φλυαρογραφέω
φλυαροκοπέω
View word page
φλουμαρικός
φλουμαρικός, , όν,
A). = πλουμαρικός , PSI 9.1082.14 (iv A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλουμαρικός
Headword (normalized):
φλουμαρικός
Headword (normalized/stripped):
φλουμαρικος
IDX:
111839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111840
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλουμαρικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πλουμαρικός</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 9.1082.14 </span> (iv A. D.).</div> </div><br><br>'}