φλόμος
φλόμος, ἡ (ὁ ), 1.28
A). mullein. Verbascum sinuatum, (lyr.), 325 (anap.), 14.5 HP 9.12.3 , (who distinguishes four kinds, incl. 4.103 φ. ἀγρία sage of Jerusalem, Phlomis fruticosa); φ. ὁ στενόφυλλος, distd. fr. φ. Ἰδαῖος ( = ἑλένιον ), ; cf. 1.28 πλόμος.
2). φ. Ἰονδαία, = ὀξυλάπαθον τὸ μέγα , Ps.- . 2.114