Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλογοιδέομαι
φλογολαμπής
φλογόλευκος
φλογόω
φλογώδης
φλόγωμα
φλογωπός
φλόγωσις
φλογώψ
φλόη
φλοίαξ
φλοιδέω
φλοΐζομαι
φλόϊνος
φλοιοβαρής
φλοιορραγής
φλοιόρριζος
φλοιός
φλοιόω
φλοῖσβος
φλοϊσμός
View word page
φλοίαξ
φλοίαξ, ᾱκος, ,
A). f.l. for φλύαξ (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλοίαξ
Headword (normalized):
φλοίαξ
Headword (normalized/stripped):
φλοιαξ
IDX:
111812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλοίαξ</span>, <span class="itype greek">ᾱκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">φλύαξ</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}