Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλόγισμα
φλογισμός
φλογιστός
φλογίστρα
φλογίτης
φλογῖτις
φλογμός
φλογμοτύραννος
φλογμόω
φλογοβαφής
φλογοδέρπνοι
φλογοειδής
φλογόεις
φλογοιδέομαι
φλογολαμπής
φλογόλευκος
φλογόω
φλογώδης
φλόγωμα
φλογωπός
φλόγωσις
View word page
φλογοδέρπνοι
φλογο-δέρπνοι· ἄνθρακες, Hsch. (leg. vel -τερπνοι vel -δειπνοι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλογοδέρπνοι
Headword (normalized):
φλογοδέρπνοι
Headword (normalized/stripped):
φλογοδερπνοι
IDX:
111799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111800
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλογο-δέρπνοι·</span> <span class="foreign greek">ἄνθρακες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. vel <span class="foreign greek">-τερπνοι</span> vel <span class="foreign greek">-δειπνοι</span>).</div><br><br>'}