Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλιμέλιον
φλιοῦς
φλῖψις
φλόα
φλόγεος
φλογερός
φλογερῶνυξ
φλογετός
φλογιά
φλογιάω
φλογίδιον
φλογίζω
φλογικός
φλόγινος
φλογίον
φλόγιος
φλογίς
φλόγισμα
φλογισμός
φλογιστός
φλογίστρα
View word page
φλογίδιον
φλογ-ίδιον, τό, in pl.,
A). = αἱ κεγχρίδες δῑ ἐλαίου σκευαζόμεναι , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλογίδιον
Headword (normalized):
φλογίδιον
Headword (normalized/stripped):
φλογιδιον
IDX:
111782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111783
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλογ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, in pl., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">αἱ κεγχρίδες δῑ ἐλαίου σκευαζόμεναι</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}