Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φληναφία
φλήναφος
φληναφώδης
φλῆνος
φληνύω
φλιά
φλιαρός
φλιάσιος
φλίβω
φλιδάω
φλιδιόωντο
φλιδών
φλιμέλιον
φλιοῦς
φλῖψις
φλόα
φλόγεος
φλογερός
φλογερῶνυξ
φλογετός
φλογιά
View word page
φλιδιόωντο
φλιδιόωντο·
διέποντο, ἐτέμνοντο,
and
ἔφλιδεν·
διέρρεεν, ἐρρήγνυεν.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φλιδιόωντο
Headword (normalized):
φλιδιόωντο
Headword (normalized/stripped):
φλιδιοωντο
IDX:
111770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111771
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλιδιόωντο·</span> <span class="foreign greek">διέποντο, ἐτέμνοντο,</span> and <span class="orth greek">ἔφλιδεν·</span> <span class="foreign greek">διέρρεεν, ἐρρήγνυεν.</span> </div><br><br>'}