Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλεγματισμός
φλεγματοειδής
φλεγματόεις
φλεγματόομαι
φλεγματώδης
φλεγμονάομαι
φλεγμονή
φλεγμονικός
φλεγμονώδης
φλεγμός
φλεγμώδης
φλέγος
φλέγρα
φλεγραῖα
φλεγύας
φλεγυάω
φλεγυρός
φλέγω
φλεδονεία
φλεδονεύομαι
φλεδονέω
View word page
φλεγμώδης
φλεγμώδης, ες,
A). = φλεγματώδης, χυμοί Gal. 9.460 (s. v. l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλεγμώδης
Headword (normalized):
φλεγμώδης
Headword (normalized/stripped):
φλεγμωδης
IDX:
111731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλεγμώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φλεγματώδης, χυμοί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 9.460 </span> (s. v. l.).</div> </div><br><br>'}