Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλαυρότης
φλαυρουργός
φλάω
φλεβάζω
φλεβικός
φλέβιον
φλεβοδονώδης
φλεβονευρώδης
φλεβονώδης
φλεβοπαλία
φλεβοπεριμέτριος
φλεβορραγία
φλεβόσφυγμος
φλεβοτμής
φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
φλεβότομος
φλεβοτονέομαι
View word page
φλεβοπεριμέτριος
φλεβο-περιμέτριος, ον, perh.
A). imitating the veining of alabaster, PCair.Zen. 445.7 (iii B. C., dub. l.).


ShortDef

imitating the veining

Debugging

Headword:
φλεβοπεριμέτριος
Headword (normalized):
φλεβοπεριμέτριος
Headword (normalized/stripped):
φλεβοπεριμετριος
IDX:
111698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλεβο-περιμέτριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">imitating the veining</span> of alabaster, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 445.7 </span> (iii B. C., dub. l.).</div> </div><br><br>'}