Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φλαυρίζω
φλαῦρος
φλαυρότης
φλαυρουργός
φλάω
φλεβάζω
φλεβικός
φλέβιον
φλεβοδονώδης
φλεβονευρώδης
φλεβονώδης
φλεβοπαλία
φλεβοπεριμέτριος
φλεβορραγία
φλεβόσφυγμος
φλεβοτμής
φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
φλεβοτομία
φλεβοτομική
View word page
φλεβονώδης
φλεβο-νώδης
,
A).
f.l. for
φλεδονώδης
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φλεβονώδης
Headword (normalized):
φλεβονώδης
Headword (normalized/stripped):
φλεβονωδης
IDX:
111696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111697
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλεβο-νώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">φλεδονώδης</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}