Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φλαστός
φλαττόθρατ
φλαυρίζω
φλαῦρος
φλαυρότης
φλαυρουργός
φλάω
φλεβάζω
φλεβικός
φλέβιον
φλεβοδονώδης
φλεβονευρώδης
φλεβονώδης
φλεβοπαλία
φλεβοπεριμέτριος
φλεβορραγία
φλεβόσφυγμος
φλεβοτμής
φλεβοτομέω
φλεβοτόμησις
φλεβοτομητέον
View word page
φλεβοδονώδης
φλεβο-δονώδης, ες,
A). f.l. for φλεδονώδης (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φλεβοδονώδης
Headword (normalized):
φλεβοδονώδης
Headword (normalized/stripped):
φλεβοδονωδης
IDX:
111694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111695
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φλεβο-δονώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">φλεδονώδης</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}