Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλτρίς
φιλτροδότις
φιλτροκατάδεσμος
φιλτροκίνητος
φίλτρον
φιλτροποιός
φιλτροπόσιμον
φιλτρόποτον
φίλυβρις
φιλυβριστής
φιλυγιής
φιλύδρηλος
φιλυδρίας
φίλυδρος
φιλύκη
φίλυμνος
φιλυπήκοος
φίλυπνος
φιλυπόδοχος
φιλυπόστροφος
φιλυποστροφώδης
View word page
φιλυγιής
φιλ-ῠγιής, ές,
A). v.l. for φιλοϋγιής (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλυγιής
Headword (normalized):
φιλυγιής
Headword (normalized/stripped):
φιλυγιης
IDX:
111623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φιλ-ῠγιής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">φιλοϋγιής</span> (q. v.).</div> </div><br><br>'}