Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φίλτερος
φιλτρίς
φιλτροδότις
φιλτροκατάδεσμος
φιλτροκίνητος
φίλτρον
φιλτροποιός
φιλτροπόσιμον
φιλτρόποτον
φίλυβρις
φιλυβριστής
φιλυγιής
φιλύδρηλος
φιλυδρίας
φίλυδρος
φιλύκη
φίλυμνος
φιλυπήκοος
φίλυπνος
φιλυπόδοχος
φιλυπόστροφος
View word page
φιλυβριστής
φιλ-υβριστής
,
οῦ
,
ὁ
, = foreg.,
AP
5.48
(Gall.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φιλυβριστής
Headword (normalized):
φιλυβριστής
Headword (normalized/stripped):
φιλυβριστης
IDX:
111622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111623
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φιλ-υβριστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.48 </span> (Gall.).</div><br><br>'}