Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φιλόω
φιλτάτιον
φίλτατος
φίλτερος
φιλτρίς
φιλτροδότις
φιλτροκατάδεσμος
φιλτροκίνητος
φίλτρον
φιλτροποιός
φιλτροπόσιμον
φιλτρόποτον
φίλυβρις
φιλυβριστής
φιλυγιής
φιλύδρηλος
φιλυδρίας
φίλυδρος
φιλύκη
φίλυμνος
φιλυπήκοος
View word page
φιλτροπόσιμον
φιλτρο-πόσιμον
,
τό
, = sq.,
Cyran.
37
, al.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φιλτροπόσιμον
Headword (normalized):
φιλτροπόσιμον
Headword (normalized/stripped):
φιλτροποσιμον
IDX:
111619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111620
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φιλτρο-πόσιμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 37 </span>, al.</div><br><br>'}