Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλόφωνος
φιλοχαρής
φιλόχηρος
φιλόχλαινος
φίλοχλος
φιλοχορευτής
φιλόχορος
φιλοχρηματέω
φιλοχρηματία
φιλοχρηματιστής
φιλοχρηματιστικῶς
φιλοχρημάτιστος
φιλοχρήματος
φιλοχρημονέω
φιλοχρημοσύνη
φιλοχρήμων
φιλόχρησμος
φιλόχρηστος
φιλοχρήστωρ
φιλόχριστος
φιλοχρύσης
View word page
φιλοχρηματιστικῶς
φῐλοχρημᾰτ-ιστικῶς, Adv., Poll. 3.113 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλοχρηματιστικῶς
Headword (normalized):
φιλοχρηματιστικῶς
Headword (normalized/stripped):
φιλοχρηματιστικως
IDX:
111579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111580
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλοχρημᾰτ-ιστικῶς</span>, Adv., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3:113" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:3.113/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 3.113 </a>.</div><br><br>'}