Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀόργητος
ἀόργιστος
ἀορισταίνω
ἀοριστεύω
ἀοριστέω
ἀοριστία
ἀόριστος
ἀοριστόω
ἀοριστύς
ἀοριστώδης
ἀόρκτους
ἀόρμητος
ἄορνος
ἄορον
ἀορτεύς
ἀορτέω
ἀορτή
ἀορτήρ
ἀόρτης
ἄορτρα
ἀόρχης
View word page
ἀόρκτους
ἀόρκτους· ὁμιλίας, Hsch.; cf. ἀοριστύς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀόρκτους
Headword (normalized):
ἀόρκτους
Headword (normalized/stripped):
αορκτους
IDX:
11149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀόρκτους·</span> <span class="foreign greek">ὁμιλίας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀοριστύς.</span> </div><br><br>'}