Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλοσοφοκλῆς
φιλοσοφομειρακίσκος
φιλόσοφος
φιλοσπῆλυγξ
φιλόσπονδος
φιλοσπούδαστος
φιλόσπουδος
φιλοστάφυλος
φιλοστεφανέω
φιλοστέφανος
φιλόστολος
φιλόστονος
φιλοστοργέω
φιλοστοργία
φιλόστοργος
φιλοστρατιώτης
φιλόστροφος
φιλοσύγγαμος
φιλοσυγγενής
φιλόσυκος
φιλοσυκοφαντία
View word page
φιλόστολος
φιλό-στολος, ον, dub. sens. in IG 14.479 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλόστολος
Headword (normalized):
φιλόστολος
Headword (normalized/stripped):
φιλοστολος
IDX:
111488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111489
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φιλό-στολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.479 </span>.</div><br><br>'}