Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλοπονηρία
φιλοπόνηρος
φιλοπονία
φιλόπονος
φιλοποσία
φιλοποτέω
φιλοπότης
φιλοποτία
φιλοπότις
φιλόποτμος
φιλοπουλύγελως
φιλοπραγματίας
φιλοπραγμονέω
φιλοπραγμονία
φιλοπραγμοσύνη
φιλοπράγμων
φιλόπρακτος
φιλοπρεπής
φιλοπρόβατος
φιλοπροσηγορία
φιλοπροσήγορος
View word page
φιλοπουλύγελως
φῐλοπουλύγελως,
A). v. φιλοπολύγελως.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλοπουλύγελως
Headword (normalized):
φιλοπουλύγελως
Headword (normalized/stripped):
φιλοπουλυγελως
IDX:
111413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλοπουλύγελως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φιλοπολύγελως.</span> </div> </div><br><br>'}