Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλοποιέω
φιλοποίησις
φιλοποιητής
φιλοποιητικός
φιλοποιία
φιλοποιός
φιλοπόλεμος
φιλόπολις
φιλοπολίτης
φιλοπολύγελως
φιλόπομπος
φιλοπονέω
φιλοπονηρία
φιλοπόνηρος
φιλοπονία
φιλόπονος
φιλοποσία
φιλοποτέω
φιλοπότης
φιλοποτία
φιλοπότις
View word page
φιλόπομπος
φῐλόπομπος, ον,
A). amator jactantiae, Gloss. (sed leg. φιλόκομπος).


ShortDef

amator jactantiae

Debugging

Headword:
φιλόπομπος
Headword (normalized):
φιλόπομπος
Headword (normalized/stripped):
φιλοπομπος
IDX:
111401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλόπομπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">amator jactantiae,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (sed leg. <span class="foreign greek">φιλόκομπος</span>).</div> </div><br><br>'}