Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλομαχέω
φιλόμαχος
φίλομβρος
φιλόμβροτος
φιλομειδής
φιλομειράκιος
φιλομεῖραξ
φιλομεμφής
φιλομετάβολος
φιλομέτριος
φιλομήδιον
φιλόμηλος
φιλόμηρος
φιλομήτηρ
φιλομητόρειος
φιλομητορία
φιλομήτωρ
φιλομίσως
φιλομμειδής
φιλομμηδής
φιλόμολπος
View word page
φιλομήδιον
φῐλομήδιον, τό,
A). = χελιδόνιον τὸ μέγα , Ps.- Dsc. 2.180 codd. (fort. φιλομήλειον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλομήδιον
Headword (normalized):
φιλομήδιον
Headword (normalized/stripped):
φιλομηδιον
IDX:
111299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111300
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλομήδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χελιδόνιον τὸ μέγα</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.180 </span> codd. (fort. <span class="foreign greek">φιλομήλειον</span>).</div> </div><br><br>'}