Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀοινέω
ἀοινία
ἄοινος
ἀοκνία
ἄοκνος
ἀολλεῖ
ἀολλήδην
ἀολλής
ἀόλλησις
ἀολλίζω
ἀολλόπους
ἀόμματος
ἄοπλος
ἄοπος
ἄοπτος
ἄορ
ἀορασία
ἀόρατος
ἀόρβιτος
ἀοργησία
ἀόργητος
View word page
ἀολλόπους
ἀολλόπους, ἀόξοος, ff.ll. for ἀελλόπους, ἄξοος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀολλόπους
Headword (normalized):
ἀολλόπους
Headword (normalized/stripped):
αολλοπους
IDX:
11129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀολλόπους</span>, <span class="orth greek">ἀόξοος</span>, ff.ll. for <span class="foreign greek">ἀελλόπους, ἄξοος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}