Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλόμαστος
φιλομαχέω
φιλόμαχος
φίλομβρος
φιλόμβροτος
φιλομειδής
φιλομειράκιος
φιλομεῖραξ
φιλομεμφής
φιλομετάβολος
φιλομέτριος
φιλομήδιον
φιλόμηλος
φιλόμηρος
φιλομήτηρ
φιλομητόρειος
φιλομητορία
φιλομήτωρ
φιλομίσως
φιλομμειδής
φιλομμηδής
View word page
φιλομέτριος
φῐλο-μέτριος, ον,
A). loving moderation, POxy. 41.6 , al. (iii/iv A. D.).


ShortDef

loving moderation

Debugging

Headword:
φιλομέτριος
Headword (normalized):
φιλομέτριος
Headword (normalized/stripped):
φιλομετριος
IDX:
111298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλο-μέτριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loving moderation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 41.6 </span>, al. (iii/iv A. D.).</div> </div><br><br>'}