Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλοκυνηγέτης
φιλοκυνηγία
φιλοκύνηγος
φιλόκυνος
φιλοκύριος
φιλόκυρος
φιλοκύων
φιλοκωθωνιστής
φιλόκωμος
φιλοκώμῳδος
φιλόκωπος
φιλόλαγνος
φιλολάκων
φιλολαλία
φιλόλαλος
φιλολάμπαδος
φιλόλαος
φιλολήϊος
φιλόλιθος
φιλόλιχνος
φιλολογέω
View word page
φιλόκωπος
φῐλό-κωπος,
A). gloss on φιλήρετμος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλόκωπος
Headword (normalized):
φιλόκωπος
Headword (normalized/stripped):
φιλοκωπος
IDX:
111260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111261
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλό-κωπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">φιλήρετμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}