Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλοδέσποτος
φιλοδημία
φιλόδημος
φιλοδημοτικός
φιλοδημώδης
φιλοδίκαιος
φιλοδικαστής
φιλοδικέω
φιλοδικία
φιλόδικος
φιλοδίτης
φιλῖτα
φιλοδοξέω
φιλοδοξία
φιλόδοξος
φιλοδοσία
φιλόδοτος
φιλόδουλος
φιλόδουπος
φιλοδρήριος
φιλόδρομος
View word page
φιλοδίτης
φῐλ-οδίτης [ῑ], poet. voc.


ShortDef

a friend of travellers

Debugging

Headword:
φιλοδίτης
Headword (normalized):
φιλοδίτης
Headword (normalized/stripped):
φιλοδιτης
IDX:
111123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλ-οδίτης</span> <span class="foreign greek">[ῑ</span>], poet. voc.</div><br><br>'}