Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλοβαρβαρίζω
φιλοβάρβαρος
φιλοβάρβιτος
φιλοβασίλειος
φιλοβασιλεύς
φιλοβασιλισταί
φιλοβάσκανος
φιλοβήδιοι
φιλόβιβλος
φιλοβοιωτός
φιλόβορος
φιλοβορρᾶς
φιλόβοτρυς
φιλόβουλος
φιλοβούπαις
φιλόβρωτος
φιλογαθής
φιλόγαιος
φιλογάϊος
φιλογαλλοβραχειονοτύμπανος
φιλόγαμος
View word page
φιλόβορος
φῐλό-βορος,
A). v. φιλόβρωτος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλόβορος
Headword (normalized):
φιλόβορος
Headword (normalized/stripped):
φιλοβορος
IDX:
111059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111060
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φῐλό-βορος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φιλόβρωτος.</span> </div> </div><br><br>'}