Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φιλιστορέω
φίλιστος
φιλίστωρ
φιλιτιανοί
φιλίτιον
φίλιχθυς
φιλίων
φιλίωσις
φιλιωτής
φιλιωτικός
φιλλυρέα
φιλο
φιλόβακχος
φιλοβαρβαρίζω
φιλοβάρβαρος
φιλοβάρβιτος
φιλοβασίλειος
φιλοβασιλεύς
φιλοβασιλισταί
φιλοβάσκανος
φιλοβήδιοι
View word page
φιλλυρέα
φιλλῠρέα, ,
A). v. φιλυρέα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φιλλυρέα
Headword (normalized):
φιλλυρέα
Headword (normalized/stripped):
φιλλυρεα
IDX:
111046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φιλλῠρέα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φιλυρέα.</span> </div> </div><br><br>'}