φιλήκοος
φῐλήκο-ος, ον,(ἀκοή)
A). fond of hearing conversation, discourses, etc., φ. καὶ ζητητικός R. 535d ; φιλόμουσος καὶ φ. ib. 548e ; οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φ. ib. 475d ; ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικός Alc. 10 :— τὸ φ., = φιληκοΐα , : but also, 2.704e fond of hearing for mere pastime, opp. οἱ φιλομαθοῦντες, . Adv. 7.7.8 -ως, ἔχειν , 5.16 2.230 , 6.34 p.95 F.-R.